Εξετάζοντας τα επιτεύγματα της τελευταίας δεκαετίας, κανείς δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει ότι η Κίνα έχει βάλει σκοπό να κερδίσει τον νέο «Ψυχρό Πόλεμο» του διαστήματος.
Οχι μόνο ήταν η μόνη χώρα που έχει προσγειωθεί στη Σελήνη τα τελευταία περίπου 40 χρόνια, αλλά έγινε η δεύτερη χώρα (μετά τις ΗΠΑ) που τοποθέτησε τη σημαία της στο σεληνιακό έδαφος και κατάφερε να φέρει δείγματα από αυτό πίσω στη Γη.
Η «μάχη» μεταξύ πολλών εθνών και κολοσσιαίων ιδιωτικών εταιρειών, ωστόσο, δεν έχει τελειώσει. Η Κίνα πλησιάζει τώρα στον Αρη με την αποστολή Tianwen-1 , που πρόκειται να φτάσει εκεί στις 10 Φεβρουαρίου.
Μια επιτυχημένη είσοδος σε τροχιά θα σηματοδοτήσει ακόμη ένα σημαντικό ορόσημο για περισσότερους από έναν λόγους.
Μπορεί ο πλανήτης Αρης να είναι κοντά στη Γη, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι αποστολές στον «κόκκινο πλανήτη» δεν είναι μια τεράστια πρόκληση. Από τις 49 αποστολές έως τον Δεκέμβριο του 2020, μόνο οι 20 ήταν επιτυχημένες.
Το 2016, το πειραματικό σκάφος προσεδάφισης Σκιαπαρέλι (Schiaparelli) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA) συνετρίβη κατά τη διάρκεια της προσπάθειας του να προσεγγίσει την επιφάνεια του πλανήτη.
Επίσης, τα πρόσφατα τεχνικά προβλήματα ανάγκασαν την ESA και τον ρωσικό «εταίρο» της Roscosmos να αναβάλουν την επόμενη αποστολή τους, το ExoMars, έως το 2022.
Η Κίνα δεν είναι η μόνη χώρα που πλησιάζει στον Αρη. Στις 9 Φεβρουαρίου, ένας ανιχνευτής των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, με την ονομασία «Hope», θα επιχειρήσει να κάνει τον ίδιο «ελιγμό». Δεν αποτελεί άμεσο ανταγωνιστή για την κινεζική αποστολή, καθώς το διαστημικό σκάφος θα περιστρέφεται σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη για να μελετήσει τις καιρικές μεταβολές του.
Ομως, το Perseverance Rover της NASA, που πρόκειται να φτάσει στον Αρη μια εβδομάδα αργότερα, είναι σίγουρα.
Ο ανταγωνισμός για την Κίνα δεν «τελειώνει» εδώ. Ανάμεσα στις λίγες χώρες που έχουν καταφέρει το δύσκολο εγχείρημα της εισαγωγής στην τροχιά του Αρη βρίσκεται και η Ινδία, ο άμεσος ανταγωνιστής της Κίνας τόσο στο διάστημα όσο και στη Γη.
Η αποστολή της Ινδίας ΜΟΜ (Mars Orbiter Mission), έφτασε στον Αρη το 2014 – όντας η πρώτη που τα κατάφερε στην παρθενική της προσπάθεια.
Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η επιτυχία του εγχειρήματος του Tianwen-1 είναι τόσο σημαντική για την «εγκαθίδρυση» της Κίνας ως της νέας διαστημικής υπερδύναμης: είναι ένας τρόπος να επανεδραιώσει τη διαστημική κυριαρχία της έναντι του γείτονα της.
Σε αντίθεση με την Ινδία, δεν είναι η πρώτη φορά που η Κίνα επιχειρεί να στείλει κάποια αποστολή στον Αρη (η προηγούμενη, με την ονομασία Yinghuo-1, απέτυχε κατά την εκτόξευση της το 2011). Ωστόσο, σε αυτήν την περίπτωση, οι πιθανότητες επιτυχίας φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτερες.
Space Age 2.0
Διαφορετικές χώρες έχουν αναπτύξει διαφορετικά διαστημικά μοντέλα ανάπτυξης, οπότε ο νέος διαστημικός «πόλεμος» είναι εν μέρει ένας διαγωνισμός του ποιος διαθέτει την καλύτερη προσέγγιση.
Αυτό αντικατοπτρίζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του λεγόμενου «Space Age 2.0», το οποίο μοιάζει πιο «μοιρασμένο» σε σύγκριση με το πρώτο, καθώς όλο και περισσότεροι δρώντες – ιδιωτικοί και δημόσιοι – εκτός ΗΠΑ αρχίζουν να πρωταγωνιστούν, ιδιαίτερα στην Ασία.
Εάν η Κίνα φαίνεται αυτή τη στιγμή να υπερισχύει, το ίδιο ισχύει και για την προσέγγιση που έχει επιλέξει.
Αλλά διακυβεύονται πολλά περισσότερα. Η αναπτυξιακή προσπάθεια πίσω από τον διαστημικό τομέα της Κίνας εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτούμενη από την κυβέρνηση και κατευθυνόμενη από τη στρατιωτική ηγεσία.
Σύμφωνα με την επιτροπή του κογρέσου σχετικά με τα Οικονομικά και την Ασφάλεια μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, η Κίνα αντιλαμβάνεται το διάστημα ως «εργαλείο γεωπολιτικού και διπλωματικού ανταγωνισμού».
Είναι σαφές ότι, μαζί με τον κυβερνοχώρο, το διάστημα έχει γίνει ένας από τους βασικότερους τομείς αντιπαράθεσης, όπου οι ΗΠΑ είναι ο κύριος – αλλά όχι ο μόνος – «μονομάχος».
Η Κίνα έχει ήδη θεσπίσει πενταετή σχέδια για τις διαστημικές της δραστηριότητες, το τελευταίο από τα οποία έληξε το 2020 με περισσότερες από 140 εκτοξεύσεις. Αναμένονται ακόμη περισσότερες αποστολές: ένας νέος διαστημικός σταθμός σε τροχιά, η λήψη δειγμάτων από τον Αρη και μια εξερευνητική αποστολή στο Δία βρίσκονται ανάμεσα σε αυτές.
Ενώ οι πόροι που δεσμεύονται από τη χώρα παραμένουν σε μεγάλο βαθμός άγνωστοι, οι εκτιμήσεις στις ΗΠΑ για το 2017 «τοποθετούν» αυτό το νούμερο στα 11 δισεκατομμύρια δολάρια, τη δεύτερη μεγαλύτερη δαπάνη μετά τις ΗΠΑ, οι οποίες διέθεσαν περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η Ινδία έχει υιοθετήσει μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση – με τα πολιτικά και εμπορικά συμφέροντα να κυριαρχούν. Αντίστοιχα με το μοντέλο διαφάνειας της NASA, η χώρα δημοσιεύει αναφορές για τις δραστηριότητες της και τις ετήσιες δαπάνες, οι οποίες ανέρχονται σε περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια.
Διαφορετικό σε φιλοδοξίες, πεδίο εφαρμογής και επενδύσεις, το ινδικό διαστημικό πρόγραμμα έχει καταφέρει σημαντικά πράγματα, όπως η εμπορευματοποίηση προσιτών υπηρεσιών εκτόξευσης σε χώρες που επιθυμούν να στείλουν τους δικούς τους δορυφόρους σε τροχιά.
Το 2017, η Ινδία έγραψε ιστορία με τον μεγαλύτερο αριθμό δορυφόρων (104) που εκτοξεύτηκαν ποτέ από έναν πύραυλο σε μια μόνο αποστολή – με το ρεκόρ να σπάει μόλις πριν από λίγες μέρες από τη Spacex, η οποία «ανέβασε» τον αριθμό σε 143 δορυφόρους.
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το συγκριτικά χαμηλό κόστος της αποστολής της Ινδίας στον Αρη, το οποίο ανέρχεται σε 74 εκατομμύρια δολάρια – περίπου δέκα φορές λιγότερα σε σχέση με το Maven mission της NASA. Ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα σχολίασε χαρακτηριστικά ότι ολόκληρη η αποστολή κόστισε λιγότερο από την ταινία του Χόλιγουντ Gravity.
Λόγω γεωπολιτικών ανησυχιών για τον ανταγωνισμό, αυτό ενδέχεται αν αλλάξει. Η κυβέρνηση της Ινδίας δημοσίευσε την ετήσια έκθεση της για την περίοδο 2019-2020, η οποία δείχνει μια αυξανόμενη στρατιωτική συμμετοχή στον διαστημικό τομέα.
Φαίνεται ότι ο νέος «Ψυχρός Πόλεμος» του διαστήματος εκτυλίσσεται ήδη μπροστά στα μάτια μας.
Πηγή: realnews.gr με πληροφορίες από The Conversation